Δευτέρα


Περπατούσες πλάι μου,
η πιο αγαπημένη σκιά στο πλευρό μου
Σφιχτά η μια χούφτα μες στην άλλη,
προσπαθούσα τα μάτια σου ν’αντικρίσω
μα συνέχεια γαλάζιο έπνιγε την ήδη θολή όραση μου .
‘Πες μου, τελικά όλα τελειώνουν ;
δεν υπάρχει κάτι, δεν ξέρω τι,
που για πάντα να κρατά;
Κάτι σαν
ένα κόσμημα,
ένα σπίτι,
ένα δρόμο δαντελωτό,
μια θάλασσα,
ένα ταξίδι,
ένα φιλί,
ένα όνειρο,
μια αγάπη
που να κρατά τουλάχιστον οσο ζούμε;”
Άθελα μου ίσιωσα την πλάτη και με το βλέμμα μου
μέτρησα την απόσταση
σκέφτηκα «εκατό μέτρα μέχρι να φτάσουμε,
εκατό χρόνια ερώτηση για μιας στιγμής απάντηση»

«Έχει σημασία αν οτιδήποτε κρατά για πάντα;
Για το πάντα ζεις; Μέχρι να ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου
έχεις περάσει απο το Πάντα στο Τίποτα. Η ανάσα σου
ένα φτερούγισμα του αγέρα. Ο χτύπος σου ενα ξεψυχισμένο
ταξίδι στου Βοριά τους αναλλοίωτους πάγους.
Μα δεν το εχεις δει; Δεν το εχεις νιώσει;
Ένα μικρό Παγοθραυστικό είσαι.
Σε ένα παγόβουνο θα προσαράξεις μια μέρα
και μετα απο μια χιλιετία οι πιγκουίνοι θα σε κοιτάν
και θα κουνούν το κεφάλι τους με απορία

Κοίτα θράσος,θα λένε,που είχαν οι άνθρωποι.
Στην χώρα των αναμνήσεων θα ζείς, μάτια μου,
και αυτό αν εισαι τυχερός και παγοθραυστικό γεννηθείς.
Γιατί μπορεί να γεννηθείς άγκυρα και ολη σου η ζωή ενα μικρό και ανούσιο λιμάνι να είναι.
Όχι!Τίποτα δεν κρατά για πάντα. Γι αυτό σου λέω κράτα σφιχτά το χέρι μου , οπου να ναι φτάνουμε.
Βλέπεις; εκείνο το μικρό παγωμένο νησί εμας περιμένει να το κατακτήσουμε.
Εμάς περιμένει ως χιλίων ετών αξιοθέατο!»


Ω και να προλάβαινα
να σβήσω στόμα
πριν δάχτυλα στοιχειωμένα
με αγγίξουν